- λεπίδι
- και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι)νεοελλ.1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα2. μαχαίρι3. (στον β' τύπο) το λεπίδιοβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή4. φρ. «έπεσε λεπίδι»α) έγινε μεγάλη και ομαδική σφαγήβ) έγιναν μαζικές απολύσεις υπαλλήλων ή επιβλήθηκαν αυστηρές ποινέςαρχ.1. μικρή πλάκα που χρησίμευε για έμφραξη σωλήνα, πώμα2. είδος φυτού τής Συρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίδ-ιον < λεπίς, -ίδος + -ιον].
Dictionary of Greek. 2013.