λεπίδι

λεπίδι
και λεπίδιο, το (Α λεπίδιον και λεπίδιν και λεπίδι)
νεοελλ.
1. έλασμα κοφτερού οργάνου, λεπίδα
2. μαχαίρι
3. (στον β' τύπο) το λεπίδιο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας σταυρανθή
4. φρ. «έπεσε λεπίδι»
α) έγινε μεγάλη και ομαδική σφαγή
β) έγιναν μαζικές απολύσεις υπαλλήλων ή επιβλήθηκαν αυστηρές ποινές
αρχ.
1. μικρή πλάκα που χρησίμευε για έμφραξη σωλήνα, πώμα
2. είδος φυτού τής Συρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπίδ-ιον < λεπίς, -ίδος + -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λεπίδι — το ιού, βλ. λεπίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λεπίδι — λεπίς epithelial debris fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θόρντον, Μπίλι Μπομπ — (Billy Bob Thornton, Αρκάνσας 1955 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, παραγωγός και μουσικός. Αν και ξεκίνησε αρχικά από τη μουσική, παίζοντας ντραμς σε διάφορα συγκροτήματα, αργότερα τον κέρδισε η ηθοποιία και σε ηλικία 28 ετών… …   Dictionary of Greek

  • σκυτίς — ίδος, ἡ, Α υποκορ. δερμάτινο περίαπτο, φυλαχτό («τοῡ Σαράπιδος τὸ ὄνομα ἐγγεγραμμένον λεπίδι χαλκῇ περὶ τὸν τράχηλον δεδέσθαι ὥσπερ σκυτίδα», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • Σταυρανθή — (Cruciferae). Οικογένεια ποωδών φυτών της τάξης των ροιαδωδών (δικοτυλήδονα). Χαρακτηρίζονται από τα άνθη τους, που έχουν τέσσερα ελεύθερα πέταλα, όμοια ή ελαφρά ανόμοια μεταξύ τους σε σταυροειδή διάταξη. Έχουν επίσης τέσσερα σέπαλα, έξι στήμονες …   Dictionary of Greek

  • λεπίδα — λεπίδα, η και λεπίδι, το ιού, έλασμα κοφτερού εργαλείου, λάμα: Η λεπίδα του ξυραφιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”